κάρπινος ή καρπίνος

κάρπινος ή καρπίνος
(Carpinus). Γένος φυλλοβόλων δέντρων της οικογένειας των βετουλιδών, που περιλαμβάνει 35-40 είδη. Συναντάται σε δασώσεις περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ένα από τα σημαντικότερα είδη είναι ο κ. ο βετουλοειδής, γνωστός και με την κοινή ονομασία γαύρος, που φυτρώνει στη βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Ελλάδα. Περιλαμβάνει δέντρα μεσαίου μεγέθους, ενώ η διάρκεια της ζωής του είναι 100-120 χρόνια. Τα άνθη του σχηματίζουν ίουλους και το φύλλωμά του προσφέρει ευχάριστη σκιά. Κάθε καρπός περιβάλλεται από περικάρπιο με τρεις λοβούς, από τους οποίους ο μεσαίος είναι πιο ανεπτυγμένος. Με το σκληρό ξύλο του κατασκευάζονται εργαλεία ή εξαρτήματα που πρόκειται να υποστούν τριβή (λαβές, παιχνίδια κ.ά.), όχι όμως άλλα είδη, γιατί επηρεάζεται από τις καιρικές μεταβολές. Ο κ. ο ανατολικός, κοινό δασικό δέντρο, φτάνει σε ύψος τα 5-6 μ. και φυτρώνει μαζί με πολλά άλλα άτομα του είδους σε υψόμετρο 200-1.200 μ., σχηματίζοντας μεικτά δάση με άλλα πλατύφυλλα (καστανιές, βελανιδιές, οξιές κ.ά.). Ο κ. ο αμερικανικός είναι ψηλό και ωραίο δέντρο, που φυτρώνει στη Βόρεια Αμερική. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σε πολλές κατασκευές και μάλιστα στον Καναδά θεωρείται τόσο πολύτιμο ώστε το ονομάζουν χρυσόξυλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • οστρυά — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • σκος — ο, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού δένδρου καρπίνος, που είναι γνωστό και ως κολοκυθόγαυρος ή νερόγαυρος …   Dictionary of Greek

  • σκυλόγαυρος — ο, Ν Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Carpinus orientalis τού γένους καρπίνος …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”